- μεγαλοπτέρυγος
- μεγαλοπτέρυγος, -ον (Α)αυτός που έχει μεγάλες πτέρυγες («ἀετὸς ὁ μέγας ὁ μεγαλοπτέρυγος», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -πτέρυγος (< πτέρυξ, -υγος), πρβλ. μελανο-πτέρυγος, τανυ-πτέρυγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλοπτέρυγος — with great wings masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπτέρυγον — μεγαλοπτέρυγος with great wings masc/fem acc sg μεγαλοπτέρυγος with great wings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλοπτέρυξ — μεγαλοπτέρυξ, υγος, ὁ, ή (Μ) μεγαλοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + πτέρυξ, υγος] … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱԹԵՒ — (ի.) NBH 2 0236 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. μεγαλοπτέρυγος magnas alas habens, magnarum alarum. Որոյ թեւքն են մեծ. մեծամեծ թեւօք ամրացեալ. *Արծուին մեծ՝ մեծաթեւ երկայնատարած. Եզեկ. ՟Ժ՟Ե. 3: *Զնաբուգոդոնոսոր մեկնէ արծուի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)